ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… … Dictionary of Greek
στηρικτικός — ή, ό / στηρικτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στηρίζω] νεοελλ. κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα») μσν. σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ.… … Dictionary of Greek
ψυχωφελής — ές, ΝΜΑ ωφέλιμος για την ψυχή («ψυχωφελῆ διδάγματα», Κύρ.). επίρρ... ψυχωφελώς / ψυχοφελῶς, ΝΜ κατά τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ωφελής (< ὄφελος, πρβλ. κοιν ωφελής, με έκταση λόγω συνθέσεως)] … Dictionary of Greek
ψυχωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που ωφελεί την ψυχή, ο ψυχοσωτήριος: Διαβάζει ψυχωφελή βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)