ψυχωφελῆ

ψυχωφελῆ
ψυχωφελής
profiting the soul
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ψυχωφελής
profiting the soul
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ψυχωφελής
profiting the soul
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • στηρικτικός — ή, ό / στηρικτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στηρίζω] νεοελλ. κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα») μσν. σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῡ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχωφελής — ές, ΝΜΑ ωφέλιμος για την ψυχή («ψυχωφελῆ διδάγματα», Κύρ.). επίρρ... ψυχωφελώς / ψυχοφελῶς, ΝΜ κατά τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ωφελής (< ὄφελος, πρβλ. κοιν ωφελής, με έκταση λόγω συνθέσεως)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που ωφελεί την ψυχή, ο ψυχοσωτήριος: Διαβάζει ψυχωφελή βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”